- επαλωστής
- ἐπαλωστής ή ἐπαλώστης, ο (Α)αυτός που αλωνίζει με ζώα, ο αλωνιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άλως «αλώνι» + κατάλ. -τής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαλωσταῖς — ἐπαλωστής one who threshes with oxen masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)